ἀπάτη — trick fem nom/voc sg (attic epic ionic) ἀ̱πάτη , ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres imperat act 2nd sg (doric) ἀ̱πάτη , ἀπατάω cheat imperf ind act 3rd sg (epic doric ionic aeolic) ἀπατάω cheat pres imperat act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτῃ — ἀπάτη trick fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
απάτη — I Όρος ο οποίος στηνομική γλώσσα δηλώνει την αθέμιτη συμπεριφορά ενός υποκειμένου, η οποία οφείλεται στην πρόθεση να κατακτήσει δικαιώματα τρίτων ή να αποφύγει την εφαρμογή ενός νομικού κανόνα. Στο δίκαιο, η α. εκτός του ότι είναι συμπεριφορά… … Dictionary of Greek
απάτη — η 1. ψέμα για δική μας ωφέλεια και ζημιά αλλουνού, γέλασμα: Με απάτη του πήρε αρκετές χιλιάδες δραχμές. 2. λαθεμένη αντίληψη, πλάνη: Ο λεγόμενος αντικατοπτρισμός είναι οπτική απάτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
οπτική απάτη — Βλ. λ. οφθαλμαπάτη … Dictionary of Greek
ἀπάται — ἀπάτη trick fem nom/voc pl ἀπάτᾱͅ , ἀπάτη trick fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτηι — ἀπάτῃ , ἀπάτη trick fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατᾶν — ἀπάτη trick fem gen pl (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres part act masc voc sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg (doric aeolic) ἀπατᾶ̱ν , ἀπατάω cheat pres inf act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατέων — ἀπάτη trick fem gen pl (epic ionic) ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατῶν — ἀπάτη trick fem gen pl ἀπατάω cheat pres part act masc voc sg ἀπατάω cheat pres part act neut nom/voc/acc sg ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg (attic epic ionic) ἀπατάω cheat pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)